- καλοθέτω
- καλόθεσα, καλοθεμένος, συγυρίζω, τακτοποιώ: Όλα ήταν καλοθεμένα πάνω στο τραπέζι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοθέτω — διευθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω … Dictionary of Greek